- ἁπλοικοί
- ἁπλοικόςsimplemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… … Dictionary of Greek
πριμιτιβισμός — Με τον όρο αυτό ορίζεται συνήθως η τάση της μελέτης, μίμησης, ανακάλυψης ή επανεκτίμησης της τέχνης των πρωτόγονων. Ο όρος πρωτόγονος έχει ωστόσο πολλές σημασίες, οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι ακόλουθες: πρωτόγονοι ή αλλιώς πριμιτίφ, όπως … Dictionary of Greek
Βαν Γκόγεν, Γιαν — (Jan Van Goyen, Λέιντεν 1596 – Χάγη 1656). Ολλανδός ζωγράφος. Το 1615 πήγε στο Παρίσι, όπου οι πίνακές του Παραλίες και Ερείπια προκάλεσαν αίσθηση, γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν εκεί μεγάλοι τοπιογράφοι. Όταν γύρισε στην Ολλανδία,… … Dictionary of Greek
Βαν Γκογκ, Βίνσεν — (Vincent Van Gogh, Γκρόοτ Τσούντερτ, Βραβάντη 1853 – Οβέρ σιρ Ουάζ 1890). Ολλανδός ζωγράφος. Σε ηλικία δεκαέξι ετών εργάστηκε στα καταστήματα της Χάγης και του Λονδίνου της εμπορικής εταιρείας έργων τέχνης Γκουπίλ και άρχισε να ζωγραφίζει,… … Dictionary of Greek